- πέντος
- -α, -ον, Α(κρητ. τ.) βλ. πέμπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πέμπτος — η, ο / πέμπτος και κρητ. τ. πέντος και αρκαδικός τ. πέμποτος, ον, ΝΜΑ (ως τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη φέρει τον αριθμό πέντε, που βρίσκεται μετά τον τέταρτο και πριν από τον έκτο 2. το θηλ. ως ουσ. η Πέμπτη η πέμπτη ημέρα… … Dictionary of Greek
Bavarii — Le duc Tassilon III Agilolfing à la chasse (milieu du XVe siècle), par le Maître du diptyque de Polling. Les chroniqueurs francs désignaient par Bavarii (en alld. Bajuwaren, c est à dire « peuple de Bohême ») les Bavarois, un… … Wikipédia en Français